Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Το Ημερολόγιο Της Elizabeth Bathory

Αύγουστος, 1614


Ήμουν κρατούμενη σε αυτό το δωμάτιο για περίπου 4 χρόνια και ξέρω ότι δεν πρόκειται να ξαναδώ ποτέ το φως της μέρας. Νοιώθω πως είναι σημαντικό να καταγράψω τις τελευταίες μέρες της ύπαρξής μου, οπότε όταν βρουν το σώμα μου, να μάθουν για το μαρτύριο στο οποίο με είχαν υποβάλλει, καθώς πέθαινα.

Αλλά πως να ξεκινήσω? Το δωμάτιο στο οποίο με κρατούσαν ήταν κρύο και σκοτεινό. Είχαν χτίσει με τούβλα τα παράθυρα, αλλά κατάφερα να σκάψω μια μικρή τρύπα στις πέτρες. Τώρα μια μικρή ακτίνα φωτός κυλάει μέσα. Η ροή του φωτός με κάνει και κλαίω. Θα είναι μάλλον το τελευταίο πράγμα που θα δω πριν πεθάνω. Εύχομαι να είναι το τελευταίο που θα δω πριν πεθάνω. Δείχνει τόσο ετοιμόρροπο , που ένα απαλό αεράκι ή μια μικρή κίνηση του χεριού μου μπορεί να το καταστρέψει. Κλαίω όταν το λιγοστό φως του ήλιου χάνεται όπως ο ήλιος δύει. Κλαίω κάθε φορά που το φως εμφανίζεται την αυγή. Δίπλα από τις ακτίνες του φωτός έχω ξύσει γραμμές στην πέτρα, σημαδεύοντας τις μέρες μου ως κρατούμενη. Δεν μπορώ ούτε να μετρήσω πόσες γραμμές είναι. Συνήθιζε να μ’ αρέσει να βλέπω τα αστέρια και τώρα θα πεθάνω χωρίς να δω τον ουρανό για μια τελευταία φορά. Αυτό.. μαζί με άλλα πράγματα, με σκοτώνει περισσότερο.

Κοιμάμαι σε ένα μεγάλο παλαιού τύπου κρεβάτι με βυσσινί σκέπασμα. Κοιμάμαι τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνω. Έχω μείνει μόνο με έναν καθρέφτη. Θέλουν έτσι να με τιμωρήσουν. Αν δεν κοιμάμαι, ή δε βλέπω τις ακτίνες του φωτός, στέκομαι μπρος στον καθρέφτη και κοιτάζω τον εαυτό μου. Παρακολουθώ πως το πρόσωπό μου γκριζάρει πως τα μάτια μου γίνονται θολά. Κοιτάω τα χέρια μου και βλέπω πόσο ρυτιδιασμένα είναι. Δεν είμαι πια νέα και όμορφη. Στη δίκη μου μάλλον μίλησαν για τους κινδύνους της ματαιοδοξίας. Όλα αυτά τα κορίτσια βρέθηκαν δολοφονημένα και στεγνά από το αίμα τους. Λένε ότι ήμουν εγώ, με αποκαλούν τέρας. Γι’ αυτό με τιμωρούν σαν να ήμουν τέρας.

Υπάρχει ένα μικρό άνοιγμα στην πόρτα, τόσο ώστε να χωράει μόνο τα πιάτα μου με το φαγητό. Μπορώ να ακούσω την άρρυθμη αναπνοή αυτού που μου φέρνει τα γεύματά μου, όπως γονατίζει μπροστά στην πόρτα μου καθώς σπρώχνει το χέρι του μέσα στο δωμάτιο μου. Όταν πρωτοκλειδώθηκα εδώ, περιμένοντας στην πόρτα για το γεύμα μου.. διασταύρωσα τα χέρι μου με το δικό μου όταν αυτό εμφανίστηκε , για να νοιώσω τη ζεστασιά της σάρκας του. Εκείνος άρχισε να φωνάζει, καλούσε τους φρουρούς. Του άφησα το χέρι. Δεν έχω ξανά-αγγίξει άνθρωπο μετά από αυτό. Το θέλω όμως τόσο απεγνωσμένα. Θέλω να νοιώσω το δέρμα κάποιου άλλου, να ακούσω την ανάσα τους… το να ακούσω να γελάνε και να μιλάνε θα μου έδινε μεγάλη χαρά.

Κάποιες φορές συνήθιζα να πιέζω το αυτί μου στην τρύπα του τοίχου και να ακούω την απόλυτη ησυχία από έξω. Τώρα πια δεν το κάνω. Δε νοιώθω τίποτα πια. Έχω να φάω μια εβδομάδα και δε νοιώθω πείνα , νοιώθω κενή. Βηματίζω αργά στη φυλακή μου όλη μέρα μέχρι να εξουθενωθώ και να καταρρεύσω στο σκληρό ξύλινο πάτωμα.
Αναρωτιέμαι αν θα πεθάνω σύντομα. Κάποιες φορές όταν αποκοιμιέμαι η ηρεμία που έρχεται στην ψυχή μου είναι θεαματική…όταν κλείνω τα μάτια μου και αρχίζω να χάνομαι, το μυαλό μου αδειάζει και αισθάνομαι πλήρης. Έχω να αισθανθώ έτσι γεμάτη 4 χρόνια. Δεν ένοιωθα αυτήν την πληρότητα ούτε και με τον άντρα μου, παρότι τον αγαπούσα. Μια περίοδο θα έδινα τα πάντα για να τον δω, να τον κρατήσω. Θα έκοβα το ίδιο μου το χέρι, θα έκανα ότι μου ζητηθεί. Τώρα πια ούτε που το θέλω αυτό.

Το χειμώνα δε μου δίνουν περισσότερες κουβέρτες ή φωτιά. Το καλοκαίρι το δωμάτιο γίνεται φούρνος που ψήνει το κορμί μου. Το καλοκαίρι βγάζω όλα μου τα ρούχα και ακουμπάω το σώμα μου στους κρύους πέτρινους τοίχους. Δε με νοιάζει αν με βλέπει κανείς. Δεν έχω κανένα από τα κοσμήματα, τα φορέματα ή τα βιβλία που είχα ως Κοντέσα. Πως διασκεδάζω θα με ρωτούσατε…Υποκρίνομαι πως είμαι στην αυλή και συνομιλώ με τους γλυκύτατους Βαρόνους και Πριγκίπισσες σχετικά με τα θέματα du jour .Κόβω τα βυσσινή σκεπάσματα και τα πετάω στους ώμους μου ενώ χοροπηδάω. Το να υποκρίνομαι είναι το μόνο πράγμα που με παίρνει μακριά από την απόγνωση της κατάστασής μου.

Ορισμένες φορές συνήθιζα να μιλάω στη σιωπή. Θα απήγγειλα ποιήματα που ξέρω ή όσα μάθαινα ως παιδί. Η φωνή μου δημιουργεί ηχώ στο δωμάτιο και με ηρεμεί. Τους άκουγα να γελάνε απέξω όταν με άκουγαν να μιλάω. Συνήθιζα να τους μιλάω, αλλά εκείνοι με αγνοούσαν όπως τους είχαν διατάξει. Τους ρωτούσα τι χρώμα είχε ο ουρανός ή τι έκαναν οι βασιλιάδες της Ευρώπης. Μερικές φορές ένοιωθα τόσο καταπιεσμένη με την απομόνωση που φώναζα και κλωτσούσα την πόρτα μέχρι να ματώσει το πόδι μου.

Το να γράψω αυτό με αποδυνάμωσε πολύ, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Νοιώθω το μυαλό μου να φεύγει καθώς τυλίγω τη σελίδα. Δε νομίζω ότι θα ζω για πολύ ακόμα. Κάθε φορά που πέφτω να κοιμηθώ νοιώθω αυτή την εσωτερική ηρεμία να δυναμώνει, τραβώντας με από τη ζωή. Έχω πει τις προσευχές μου καθώς κείτομαι μπρούμυτα στο σκληρό ξύλινο πάτωμα. Δε μου επιτρέπουν να δω έναν ιερέα. Τώρα πια δε μου έχει μείνει τίποτα. Αναρωτιέμαι πως η παράδοσή μου θα συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια. Αναρωτιέμαι τι θα γίνει όταν πεθάνω, ή ποιος θα με βρει.

Θα το τελειώσω αυτό τώρα και θα κοιμηθώ πάλι.

Πόσο λυπηρό που μια Κοντέσα πρέπει να τελειώσει τη ζωή της με τέτοιο τρόπο.

Bathory Erzebet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου